γαλαντομία

γαλαντομία
η [γαλαντόμος]
1. η ιδιότητα τού γαλαντόμου, η γενναιοδωρία
2. φιλοφροσύνη, ευγένεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γαλαντομία — η η ευγένεια, η περιποίηση, η γενναιοδωρία, η χουβαρντοσύνη: Του άρεσε να κάνει γαλαντομίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελευθεριότητα — η 1. γενναιοδωρία, γαλαντομία, χουβαρνταλίκι. 2. παράβαση των κανόνων της καλής συμπεριφοράς ή της χρηστότητας: Μιλάει με πολλή ελευθεριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”